Βοιωτία
Κατά τον Στράβωνα η Βοιωτία ήταν χώρα «τριθάλαττος», καθώς έχει διέξοδο προς τη θάλασσα από τον Κορινθιακό στα νότια, τον Ευβοϊκό στα βορειοανατολικά και στον Εύριπο στα νοτιοανατολικά.
Οι αρχαιολογικοί χώροι της Π.Ε. Βοιωτίας δεν περιορίζονται στη χερσαία περιοχή, αλλά εκτείνονται και στο πλήθος των βραχονησίδων του Κορινθιακού Κόλπου. Η ύπαρξη πλήθους πόλεων κατά μήκος των βόρειων ακτών του Κορινθιακού Κόλπου στην αρχαία Βοιωτία, όπως η Κρεύσις (Λιβαδόστρα), η Τίφα ή Σίφαι (Αλυκή), οι Κορσιές (Χώστια), η Βούλιδα (Ζάλτσα), ο Φωκικός Μεδέωνας (Μετόχι Οσίου Λουκά), τα Άσπρα Σπίτια, η Αντίκυρα (Παλάτια, Στενό, Βρουλιάς), αλλά και οι νησίδες Κουβέλι, Μακρόνησος (Δίπορτο), Άμπελος και Δασκαλιό καταδεικνύουν την ύπαρξη ενός θαλάσσιου δρόμου, με απάνεμα και ασφαλή λιμάνια, που προσφέρουν δίοδο για εμπορικούς ή πολεμικούς σκοπούς προς τους οδικούς άξονες της ενδοχώρας.
Η Θίσβη
Η κατοίκιση της Θίσβης, όπως μαρτυρούν τα αρχαιολογικά δεδομένα, υπήρξε συνεχής από τους Μυκηναϊκούς έως τους χριστιανικούς χρόνους. Σύμφωνα με τη μυθική παράδοση οφείλει το όνομά της στη νύμφη Θίσβη, κόρη του θεού Ασωπού. Αναφέρεται στην Ιλιάδα, στον κατάλογο των πλοίων, μεταξύ των πόλεων που έλαβαν μέρος στον Τρωϊκό πόλεμο. Εκεί ο Όμηρος την αποκαλεί «πολυτρήρωνα», εξαιτίας του μεγάλου αριθμού περιστεριών που ζούσαν στην περιοχή του επινείου της. Στα τέλη της αρχαϊκής περιόδου ήταν αυτόνομη πόλη και υπήρξε μέλος του Βοιωτικού Κοινού (περί 525-520 π.Χ). Η Θίσβη συμμετείχε στο Γ’ Μακεδονικό πόλεμο (172-168 π.Χ), υποστηρίζοντας τον Μακεδόνα βασιλιά Περσέα, όμως, λίγο μετά την έναρξή του, πολιορκήθηκε και τελικά κατακτήθηκε από τους Ρωμαίους. Τον 2ο αιώνα μ.Χ., ο Παυσανίας, περιγράφοντας τη Θίσβη, πληροφορεί για την ύπαρξη εκεί του ιερού του Ηρακλή και τη διοργάνωση γιορτής προς τιμή του. Ιδιαίτερη αναφορά γίνεται από τον ίδιο στην παρουσία αρχαίου αναχώματος που λειτουργούσε ως αποστραγγιστικό έργο.
Στη Θίσβη σώζονται λείψανα δύο οχυρωμένων ακροπόλεων. Η παλαιότερη εντοπίζεται στο λόφο βόρεια του σημερινού χωριού, όπου και η θέση της αρχαίας Θίσβης. Πρόκειται για το Παλαιόκαστρο ή Άνω Ακρόπολη, στα τείχη του οποίου είναι ευδιάκριτες τουλάχιστον τέσσερις οικοδομικές φάσεις, από την Αρχαϊκή περίοδο έως και τους Υστερορωμαϊκούς – Παλαιοχριστιαννικούς χρόνους. Ωστόσο, συνέχισε να βρίσκεται σε χρήση και αργότερα, κατά τη Μέση και την Ύστερη Βυζαντινή περίοδο. Η Κάτω Ακρόπολη, που καλείται, επίσης, Νεόκαστρο, χρονολογείται στην Ελληνιστική περίοδο, με μετασκευές στη διάρκεια της Βυζαντινής εποχής. Τα αρχιτεκτονικά κατάλοιπά της ανιχνεύονται στη νότια πλευρά της θέσης.
Έξω από τα τείχη, στους βραχώδεις λόφους, έχει λαξευτεί μεγάλος αριθμός ταφών. Οι διαστάσεις τους ποικίλους ανάλογα με τα αρκοσόλια που έχουν διαμορφωθεί στο εσωτερικό τους, ενώ δεν λείπουν και τα μεμονωμένα αρκοσόλια. Ανάγονται στην Παλαιοχριστιαννική περίοδο, ωστόσο, δεν είναι απίθανο να ανήκουν σε προγενέστερη εποχή, τουλάχιστον κάποιοι από αυτούς, με χρήση έως και τους πρώτους Χριστιανικούς χρόνους.
Οι ιστορικές μαρτυρίες που αφορούν τη βυζαντική Θίσβη είναι ανεπαρκής και δεν τεκμηριώνουν τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της και τον τρόπο οργάνωσης της κοινωνίας της. Το αρχαίο όνομά της ήταν σε χρήση έως και τους Παλαιοχριστιανικούς χρόνους, ενώ αργότερα εκλείπει. Στα τέλη της Υστεροβυζαντινής περιόδου και στους Οθωμανικούς χρόνους επανεμφανίζεται με την ονομασία «Κακόσι», έως και το 1915, οπότε ο οικισμός μετονομάστηκε πάλι σε Θίσβη. Ωστόσο, η αδιάλειπτη κατοίκιση του χώρου και κατά τη Μέση και Ύστερη Βυζαντινή περίοδο διαπιστώνεται από τις αρχαιολογικές επιφανειακές, κυρίως, έρευνες που πραγματοποιήθηκαν στη Θίσβη. Aπό τα μέσα του 19ου αιώνα η διαρκής μελέτη και ο εκ νέου συσχετισμός των πηγών οδήγησε στη σύνδεση της Θίσβης με το τοπωνύμιο «Καστόριο», το οποίο αναφέρεται στο βίο του Οσίου Λουκά, του 10ου αιώνα. Η ταύτιση της Βυζαντινής Θίσβης με το Καστόριο οφείλεται κυρίως σε ένα φορολογικό κατάστιχο του 1466/1467 για το σαντζάκι της Εύβοιας. Σε αυτό καταγράφεται μια δεύτερη ονομασία για το χωριό Κακόσι, που καλείται και «Καστοριά». Το Καστόριο θεωρείται πλέον αναμφισβήτητα ο τόπος γέννησης του Οσίου Λουκά, ιδρυτή της ομώνυμης μονής της Βοιωτίας. Σύμφωνα με το βίο του, όπου περιγράφεται η διαφυγή των προγόνων του από την Αίγινα, στα μέσα του 9ου αιώνα, για το φόβο των πειρατών, αναφέρεται ότι αυτοί έπλευσαν προς το λιμάνι Βαθύ, όπως ονομάζεται και σήμερα ο όρμος νότια της Θίσβης, επίνειο της αρχαίας πόλης. Το παρακείμενο βουνό, ο Άγιος Ιωάννης ή Αγιάννης, ταυτίζεται επίσης με το μέρος όπου ασκήτευσε ο Όσιος και αποκαλείται στο βίο του «Ιωαννίτζη» ή «Ιαννίτζη».
Εμπορική και οικονομική σημασία της Θίσβης
Σημαντική για τις εμπορικές συναλλαγές που λάμβαναν χώρα στα φυσικά λιμάνια της Θίσβης είναι η ύπαρξη οργανωμένων οικιστικών συνόλων στις παράκτιες βραχονησίδες, όπως το Κουβέλι και η Μακρόνησος. Η επικοινωνία των λιμανιών της με τις ακτές της Πελοποννήσου και το γεγονός ότι η πρόσβαση στην κεντρική Ελλάδα ήταν πολύ πιο σύντομη μέσα από τη Θίσβη συντέλεσαν στην ιδιαίτερη εμπορική σημασία της πόλης. Μέσω της Θίσβης οι ταξιδιώτες μεταξύ Ανατολής και Δύσης απέφευγαν τον περίπλου της Αττικής και της Πελοποννήσου. Τα λιμάνια της Θίσβης και του Αγίου Ιωάννη στις αρχές του 20ου αιώνα ήταν ακόμα ενεργά καθώς το 1912 υπήρχε εκεί τελωνείο και το 1934 ένα μικρό χωριό των 62 κατοίκων. Από το τελωνείο μεταφερόταν καλαμπόκι από την Κωπαϊδα στις απέναντι ακτές του Κορινθιακού.